- άχρονος
- -η, -ο (AM ἄχρονος, -ον)αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, αιώνιοςαρχ.-μσν.1. σύντομος, ολιγοχρόνιος2. επίρρ. ἀχρόνωςχωρίς καθορισμένα χρονικά όρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄχρονος — without time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρονος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει χρονικά όρια (αρχή και τέλος): Ο Θεός είναι άχρονος. 2. (μουσ.), αυτός που δεν έχει κανονικό (μουσικό) χρόνο: Η μελωδία που έπαιξε ήταν άχρονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρόνως — ἄχρονος without time adverbial ἄχρονος without time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρονον — ἄχρονος without time masc/fem acc sg ἄχρονος without time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρόνοις — ἄχρονος without time masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρόνου — ἄχρονος without time masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρόνους — ἄχρονος without time masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρόνων — ἄχρονος without time masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρόνῳ — ἄχρονος without time masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρονα — ἄχρονος without time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)